- βεργολυγώ
- (α) αμετ. гнуться, изгибаться подобно лозе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βεργολυγίζω — και βεργολυγώ ( άω) 1. λυγίζω σαν βέργα 2. υποκλίνομαι ταπεινά 3. ακκίζομαι, κάνω νάζια και κουνήματα … Dictionary of Greek
βεργολυγίζω — ύγισα,και βεργολυγώ ύγησα, λυγίζω σαν βέργα: Έχει μέση σαν δαχτυλίδι που βεργολυγίζει καθώς χορεύει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)